θέαινα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θέαινα | οι | θέαινες |
| γενική | της | θέαινας | των | θεαινών |
| αιτιατική | τη | θέαινα | τις | θέαινες |
| κλητική | θέαινα | θέαινες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θέαινα < αρχαία ελληνική θέαινα, άλλη λέξη των αρχαίων Ελλήνων για τη θεά
Ουσιαστικό
θέαινα θηλυκό
- η θεά, ειδικά στη γενική πληθυντικού για να μη συγχέεται με το αρσενικό
- όλων των Θεών και Θεαινών του Ολύμπου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.