ηωσίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηωσίνη οι ηωσίνες
      γενική της ηωσίνης των ηωσινών
    αιτιατική την ηωσίνη τις ηωσίνες
     κλητική ηωσίνη ηωσίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηωσίνη < αγγλική eosin < αρχαία ελληνική ἠώς (αυγή) + -ίνη (λόγω του χρώματός της)

Ουσιαστικό

ηωσίνη θηλυκό

  • κοκκινωπή ουσία που αξιοποιείται ως χρωστική κυρίως σε μικροβιολογικές εξετάσεις επειδή αποκαλύπτει αμέσως την παρουσία ηωσινοφίλων κυττάρων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.