ηχοπραξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ηχοπραξία | οι | ηχοπραξίες |
| γενική | της | ηχοπραξίας | των | ηχοπραξιών |
| αιτιατική | την | ηχοπραξία | τις | ηχοπραξίες |
| κλητική | ηχοπραξία | ηχοπραξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ηχοπραξία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική echopraxia < αρχαία ελληνική ἠχώ + πρᾶξις
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ηχοπραξία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.