ηπειρογένεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ηπειρογένεση | οι | ηπειρογενέσεις |
| γενική | της | ηπειρογένεσης* | των | ηπειρογενέσεων |
| αιτιατική | την | ηπειρογένεση | τις | ηπειρογενέσεις |
| κλητική | ηπειρογένεση | ηπειρογενέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ηπειρογενέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ηπειρογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική épirogenèse < αρχαία ελληνική ἤπειρος + γένεσις
Ουσιαστικό
ηπειρογένεση θηλυκό
- (γεωλογία) γεωλογικές και άλλες μεταβολές που οδήγησαν στον σχηματισμό των ηπείρων ή συντελούν στην διαμόρφωσή τους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.