ημιονηγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ημιονηγός οι ημιονηγοί
      γενική του ημιονηγού των ημιονηγών
    αιτιατική τον ημιονηγό τους ημιονηγούς
     κλητική ημιονηγέ ημιονηγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ημιονηγός < αρχαία ελληνική ἡμιονηγός < ἡμίονος + ἄγω

Ουσιαστικό

ημιονηγός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.