ηλιόσκονη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλιόσκονη οι ηλιόσκονες
      γενική της ηλιόσκονης των ηλιόσκονων
    αιτιατική την ηλιόσκονη τις ηλιόσκονες
     κλητική ηλιόσκονη ηλιόσκονες
Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηλιόσκονη < ηλιό- + σκόνη

Ουσιαστικό

ηλιόσκονη θηλυκό

  1. σκόνη (αιωρούμενα σωματίδια) που προέρχεται από την επιφάνεια του ηλίου
  2. η σκόνη που φαίνεται να αιωρείται σε μία ακτίνα φωτός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.