ηλιόκαμα

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο.

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το ηλιόκαμα
      γενική
    αιτιατική το ηλιόκαμα
     κλητική ηλιόκαμα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηλιόκαμα < ηλιό- + κάμα (< καίω)

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈʎo.ka.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ηλιόκαμα

Ουσιαστικό

ηλιόκαμα ουδέτερο

  • η μεγάλη ζέστη κάτω από τον ήλιο (δηλαδή σε ανοιχτό, μη σκιασμένο, χώρο)
    άλλες μορφές: λιόκαμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.