ηλιοφοβία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλιοφοβία οι ηλιοφοβίες
      γενική της ηλιοφοβίας των ηλιοφοβιών
    αιτιατική την ηλιοφοβία τις ηλιοφοβίες
     κλητική ηλιοφοβία ηλιοφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ηλιοφοβία < ήλιος + -φοβία

Ουσιαστικό

ηλιοφοβία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.