ζώσα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζώσα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζῶσα, θηλυκό του ζῶν
Κλιτικός τύπος μετοχής
ζώσα
Εκφράσεις
- δια ζώσης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.