ζωοθεϊσμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ζωοθεϊσμός | οι | ζωοθεϊσμοί |
| γενική | του | ζωοθεϊσμού | των | ζωοθεϊσμών |
| αιτιατική | τον | ζωοθεϊσμό | τους | ζωοθεϊσμούς |
| κλητική | ζωοθεϊσμέ | ζωοθεϊσμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζωοθεϊσμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική zootheism < αρχαία ελληνική ζῷον + θεός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.