ζωντοχήρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζωντοχήρος οι ζωντοχήροι
      γενική του ζωντοχήρου των ζωντοχήρων
    αιτιατική τον ζωντοχήρο τους ζωντοχήρους
     κλητική ζωντοχήρε ζωντοχήροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζωντοχήρος < ζωντο- (<ζωντανός) + χήρος

Ουσιαστικό

ζωντοχήρος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.