ανασταίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανασταίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ανασταίνω
Ρήμα
ανασταίνομαι, στ.μέλλ.: θα αναστηθώ, αόρ.: αναστήθηκα, μτχ.π.π.: αναστημένος
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανασταίνομαι | ανασταινόμουν(α) | θα ανασταίνομαι | να ανασταίνομαι | ||
| β' ενικ. | ανασταίνεσαι | ανασταινόσουν(α) | θα ανασταίνεσαι | να ανασταίνεσαι | (ανασταίνου) | |
| γ' ενικ. | ανασταίνεται | ανασταινόταν(ε) | θα ανασταίνεται | να ανασταίνεται | ||
| α' πληθ. | ανασταινόμαστε | ανασταινόμαστε ανασταινόμασταν |
θα ανασταινόμαστε | να ανασταινόμαστε | ||
| β' πληθ. | ανασταίνεστε | ανασταινόσαστε ανασταινόσασταν |
θα ανασταίνεστε | να ανασταίνεστε | (ανασταίνεστε) | |
| γ' πληθ. | ανασταίνονται | ανασταίνονταν ανασταινόντουσαν |
θα ανασταίνονται | να ανασταίνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναστήθηκα | θα αναστηθώ | να αναστηθώ | αναστηθεί | ||
| β' ενικ. | αναστήθηκες | θα αναστηθείς | να αναστηθείς | αναστήσου | ||
| γ' ενικ. | αναστήθηκε | θα αναστηθεί | να αναστηθεί | |||
| α' πληθ. | αναστηθήκαμε | θα αναστηθούμε | να αναστηθούμε | |||
| β' πληθ. | αναστηθήκατε | θα αναστηθείτε | να αναστηθείτε | αναστηθείτε | ||
| γ' πληθ. | αναστήθηκαν αναστηθήκαν(ε) |
θα αναστηθούν(ε) | να αναστηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αναστηθεί | είχα αναστηθεί | θα έχω αναστηθεί | να έχω αναστηθεί | αναστημένος | |
| β' ενικ. | έχεις αναστηθεί | είχες αναστηθεί | θα έχεις αναστηθεί | να έχεις αναστηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αναστηθεί | είχε αναστηθεί | θα έχει αναστηθεί | να έχει αναστηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναστηθεί | είχαμε αναστηθεί | θα έχουμε αναστηθεί | να έχουμε αναστηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αναστηθεί | είχατε αναστηθεί | θα έχετε αναστηθεί | να έχετε αναστηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναστηθεί | είχαν αναστηθεί | θα έχουν αναστηθεί | να έχουν αναστηθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.