ζωεμπορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζωεμπορία | οι | ζωεμπορίες |
| γενική | της | ζωεμπορίας | των | ζωεμποριών |
| αιτιατική | τη | ζωεμπορία | τις | ζωεμπορίες |
| κλητική | ζωεμπορία | ζωεμπορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ζωεμπορία
|
→ δείτε τη λέξη ζωεμπόριο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.