Ιχθύες
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | Ιχθύες & Ιχθείς | ||
| γενική | των | Ιχθύων | ||
| αιτιατική | τους | Ιχθύς & Ιχθείς | ||
| κλητική | Ιχθύες & Ιχθείς | |||
| Ο πληθυντικός ἰχθύες στην αρχαία κλίστη του ἰχθύς. | ||||
| όπως «ιδιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Ιχθύες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- όνομα αστερισμού του βόρειου ημισφαιρίου. Ανήκει στους 48 αστερισμούς που σημειώθηκαν πρώτη φορά στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και στους 88 επίσημους αστερισμούς που το 1922 θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση
- συντομογραφία: Psc
- (αστρολογία) το δωδέκατο ζώδιο του ζωδιακού κύκλου που θεωρείται ότι κυριαρχεί από 20 Φεβρουαρίου ως 20 Μαρτίου
-
Ιχθύες στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Ιχθύες
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.

