ζυμώτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζυμώτρια οι ζυμώτριες
      γενική της ζυμώτριας των ζυμωτριών
    αιτιατική τη ζυμώτρια τις ζυμώτριες
     κλητική ζυμώτρια ζυμώτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζυμώτρια < ζυμωτής + -τρια

Ουσιαστικό

ζυμώτρια θηλυκό

(επάγγελμα)  δείτε τη λέξη  ζυμωτής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.