ζυμομυκητίαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζυμομυκητίαση | οι | ζυμομυκητιάσεις |
| γενική | της | ζυμομυκητίασης* | των | ζυμομυκητιάσεων |
| αιτιατική | τη | ζυμομυκητίαση | τις | ζυμομυκητιάσεις |
| κλητική | ζυμομυκητίαση | ζυμομυκητιάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ζυμομυκητιάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζυμομυκητίαση < ζυμομύκητας + -ίαση
Μεταφράσεις
ζυμομυκητίαση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.