ζυγοσταθμίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ζυγοσταθμίζομαι | ζυγοσταθμιζόμουν(α) | θα ζυγοσταθμίζομαι | να ζυγοσταθμίζομαι | ||
| β' ενικ. | ζυγοσταθμίζεσαι | ζυγοσταθμιζόσουν(α) | θα ζυγοσταθμίζεσαι | να ζυγοσταθμίζεσαι | (ζυγοσταθμίζου) | |
| γ' ενικ. | ζυγοσταθμίζεται | ζυγοσταθμιζόταν(ε) | θα ζυγοσταθμίζεται | να ζυγοσταθμίζεται | ||
| α' πληθ. | ζυγοσταθμιζόμαστε | ζυγοσταθμιζόμαστε ζυγοσταθμιζόμασταν |
θα ζυγοσταθμιζόμαστε | να ζυγοσταθμιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | ζυγοσταθμίζεστε | ζυγοσταθμιζόσαστε ζυγοσταθμιζόσασταν |
θα ζυγοσταθμίζεστε | να ζυγοσταθμίζεστε | (ζυγοσταθμίζεστε) | |
| γ' πληθ. | ζυγοσταθμίζονται | ζυγοσταθμίζονταν ζυγοσταθμιζόντουσαν |
θα ζυγοσταθμίζονται | να ζυγοσταθμίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ζυγοσταθμίστηκα | θα ζυγοσταθμιστώ | να ζυγοσταθμιστώ | ζυγοσταθμιστεί | ||
| β' ενικ. | ζυγοσταθμίστηκες | θα ζυγοσταθμιστείς | να ζυγοσταθμιστείς | ζυγοσταθμίσου | ||
| γ' ενικ. | ζυγοσταθμίστηκε | θα ζυγοσταθμιστεί | να ζυγοσταθμιστεί | |||
| α' πληθ. | ζυγοσταθμιστήκαμε | θα ζυγοσταθμιστούμε | να ζυγοσταθμιστούμε | |||
| β' πληθ. | ζυγοσταθμιστήκατε | θα ζυγοσταθμιστείτε | να ζυγοσταθμιστείτε | ζυγοσταθμιστείτε | ||
| γ' πληθ. | ζυγοσταθμίστηκαν ζυγοσταθμιστήκαν(ε) |
θα ζυγοσταθμιστούν(ε) | να ζυγοσταθμιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ζυγοσταθμιστεί | είχα ζυγοσταθμιστεί | θα έχω ζυγοσταθμιστεί | να έχω ζυγοσταθμιστεί | ζυγοσταθμισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ζυγοσταθμιστεί | είχες ζυγοσταθμιστεί | θα έχεις ζυγοσταθμιστεί | να έχεις ζυγοσταθμιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ζυγοσταθμιστεί | είχε ζυγοσταθμιστεί | θα έχει ζυγοσταθμιστεί | να έχει ζυγοσταθμιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ζυγοσταθμιστεί | είχαμε ζυγοσταθμιστεί | θα έχουμε ζυγοσταθμιστεί | να έχουμε ζυγοσταθμιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ζυγοσταθμιστεί | είχατε ζυγοσταθμιστεί | θα έχετε ζυγοσταθμιστεί | να έχετε ζυγοσταθμιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ζυγοσταθμιστεί | είχαν ζυγοσταθμιστεί | θα έχουν ζυγοσταθμιστεί | να έχουν ζυγοσταθμιστεί | ||
Μεταφράσεις
ζυγοσταθμίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.