ζογκλερικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζογκλερικός η ζογκλερική το ζογκλερικό
      γενική του ζογκλερικού της ζογκλερικής του ζογκλερικού
    αιτιατική τον ζογκλερικό τη ζογκλερική το ζογκλερικό
     κλητική ζογκλερικέ ζογκλερική ζογκλερικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζογκλερικοί οι ζογκλερικές τα ζογκλερικά
      γενική των ζογκλερικών των ζογκλερικών των ζογκλερικών
    αιτιατική τους ζογκλερικούς τις ζογκλερικές τα ζογκλερικά
     κλητική ζογκλερικοί ζογκλερικές ζογκλερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ζογκλερικός < ζογκλέρ + -ικός

Επίθετο

ζογκλερικός, -ή, -ό

  • που αναφέρεται ή ανήκει ή χαρακτηρίζει τον ζογκλέρ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.