ζημιώδης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ζημιώδης | τὸ | ζημιῶδες | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ζημιώδους | τοῦ | ζημιώδους | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ζημιώδει | τῷ | ζημιώδει | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ζημιώδη | τὸ | ζημιῶδες | ||
| κλητική ὦ! | ζημιῶδες | ζημιῶδες | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ζημιώδεις | τὰ | ζημιώδη | ||
| γενική | τῶν | ζημιώδων | τῶν | ζημιώδων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ζημιώδεσῐ(ν) | τοῖς | ζημιώδεσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ζημιώδεις | τὰ | ζημιώδη | ||
| κλητική ὦ! | ζημιώδεις | ζημιώδη | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζημιώδει | τὼ | ζημιώδει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ζημιώδοιν | τοῖν | ζημιώδοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Παράγωγα
- ζημιωδῶς (επίρρημα)
Πηγές
- ζημιώδης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζημιώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.