ζευγῖται

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία 1

 πτώσεις   πληθυντικός  
ζευγῑτα-
ονομαστική οἱ ζευγῖται
      γενική τῶν ζευγιτῶν
      δοτική τοῖς ζευγίταις
    αιτιατική τοὺς ζευγίτᾱς
     κλητική ! ζευγῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ ζευγίτ
γεν-δοτ τοῖν ζευγίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ζευγῖται: πληθυντικός αριθμός του ζευγίτης

Ουσιαστικό

ζευγῖται αρσενικό

Ετυμολογία 2

ζευγῖται: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ζευγῖται αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.