ζευγηλατρίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ζευγηλατρίς αἱ ζευγηλατρίδες
      γενική τῆς ζευγηλατρίδος τῶν ζευγηλατρίδων
      δοτική τῇ ζευγηλατρίδ ταῖς ζευγηλατρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ζευγηλατρίδ τὰς ζευγηλατρίδᾰς
     κλητική ! ζευγηλατρίς* ζευγηλατρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζευγηλατρίδε
γεν-δοτ τοῖν  ζευγηλατρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζευγηλατρίς < ζευγηλάτρ(ης) + κατάληξη θηλυκού

Ουσιαστικό

ζευγηλατρίς, -ίδος θηλυκό (αρσενικό ζευγηλάτης)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.