ζερζεβούλης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζερζεβούλης οι ζερζεβούληδες
      γενική του ζερζεβούλη των ζερζεβούληδων
    αιτιατική τον ζερζεβούλη τους ζερζεβούληδες
     κλητική ζερζεβούλη ζερζεβούληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζερζεβούλης < βελζεβούλ + -ης  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /zeɾ.zeˈvu.lis/

Ουσιαστικό

ζερζεβούλης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.