βελζεβούλ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βελζεβούλ < ελληνιστική κοινή Βεελζεβούλ < εβραϊκή בעל זבוב‏ (Ba'al Zvuv) < בעל (baʿal: άρχοντας) + זְבוּב‏ (zvuv: μύγα)

Προφορά

ΔΦΑ : /vel.zeˈvul/

Ουσιαστικό

βελζεβούλ αρσενικό άκλιτο

  1. ο Σατανάς
  2. (μεταφορικά) πολύ κακός άνθρωπος, σατανικός, μοχθηρός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.