βελζεβούλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βελζεβούλης | οι | βελζεβούληδες |
| γενική | του | βελζεβούλη | των | βελζεβούληδων |
| αιτιατική | τον | βελζεβούλη | τους | βελζεβούληδες |
| κλητική | βελζεβούλη | βελζεβούληδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /vel.zeˈvu.lis/
Μεταφράσεις
βελζεβούλης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.