ζεμάτισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζεμάτισμα τα ζεματίσματα
      γενική του ζεματίσματος των ζεματισμάτων
    αιτιατική το ζεμάτισμα τα ζεματίσματα
     κλητική ζεμάτισμα ζεματίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζεμάτισμα < ζεματισ- (ζεματίζω) + -μα

Προφορά

ΔΦΑ : /zeˈma.ti.zma/

Ουσιαστικό

ζεμάτισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.