ζαχαρομύκητας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ζαχαρομύκητας | οι | ζαχαρομύκητες |
| γενική | του | ζαχαρομύκητα | των | ζαχαρομυκήτων |
| αιτιατική | τον | ζαχαρομύκητα | τους | ζαχαρομύκητες |
| κλητική | ζαχαρομύκητα | ζαχαρομύκητες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζαχαρομύκητας < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική saccharo- + myces < ελληνιστική κοινή σάκχαρον + μύκης
Μεταφράσεις
ζαχαρομύκητας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.