ζαχαράτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζαχαράτο | τα | ζαχαράτα |
| γενική | του | ζαχαράτου | των | ζαχαράτων |
| αιτιατική | το | ζαχαράτο | τα | ζαχαράτα |
| κλητική | ζαχαράτο | ζαχαράτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζαχαράτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ζαχαράτος
Προφορά
- ΔΦΑ : /za.xaˈɾa.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζα‐χα‐ρά‐το
Ουσιαστικό
ζαχαράτο ουδέτερο
- γλυκό φτιαγμένο με ζάχαρη
- ※ Έχω και τρία ζαχαράτα – τα θέλεις έκαν δελεαστικά ό μεγάλος Ο Γιωβάν πέταξε μπρός, άκατάδεχτα, τό κάτω του χείλι. – Δεν το κάνω για τα ζαχαράτα σου, ούτε γιά τό άσπρο σου τυρί! άποκρίθηκε. Τό κάνω για σένα, Αποστόλη.
- Πηνελόπη Δέλτα, Στα μυστικά του Βάλτου, 2014
- ※ «Ζαχαράτα!» φώναξε Ο μικρός πωλητής, που δε θα 'ταν πάνω από εφτά ή οκτώ χρονών, στράφηκε αμέσως να δείξει το εμπόρευμά του. «Ζαχαράτο απλό, δυο παράδες, Ζαχαράτο πλάκα, πέντε παράδες. Γλειφιτζούρι, οχτώ».
- Τατιάνα Αβέρωφ, Το ξέφωτο, 2000
- ※ Έχω και τρία ζαχαράτα – τα θέλεις έκαν δελεαστικά ό μεγάλος Ο Γιωβάν πέταξε μπρός, άκατάδεχτα, τό κάτω του χείλι. – Δεν το κάνω για τα ζαχαράτα σου, ούτε γιά τό άσπρο σου τυρί! άποκρίθηκε. Τό κάνω για σένα, Αποστόλη.
Μεταφράσεις
γλυκό από ζάχαρη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.