ζαπτιές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ζαπτιές | οι | ζαπτιέδες |
| γενική | του | ζαπτιέ | των | ζαπτιέδων |
| αιτιατική | τον | ζαπτιέ | τους | ζαπτιέδες |
| κλητική | ζαπτιέ | ζαπτιέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζαπτιές < (άμεσο δάνειο) τουρκική zaptiye < αραβική ضبط (dabt)
- ζαφιές
- ζαπιές
Μεταφράσεις
ζαπτιές
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.