ζακετούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζακετούλα οι ζακετούλες
      γενική της ζακετούλας
    αιτιατική τη ζακετούλα τις ζακετούλες
     κλητική ζακετούλα ζακετούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζακετούλα < ζακέτα + υποκοριστικό επίθημα -ούλα < γαλλική jaquette < jaque + -ette < παλαιά γαλλικά jaque

Ουσιαστικό

ζακετούλα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.