εὔνοος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| εὐνοο- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | εὔνοος > εὔνους | τὸ | εὔνοον > εὔνουν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | εὐνόου > εὔνου | τοῦ | εὐνόου > εὔνου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | εὐνόῳ > εὔνῳ | τῷ | εὐνόῳ > εὔνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | εὔνοον > εὔνουν | τὸ | εὔνοον > εὔνουν | ||
| κλητική ὦ! | εὔνοε > εὔνους | εὔνοον > εὔνουν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | εὔνοοι > εὖνοι | τὰ | εὔνοᾰ > εὔνοᾰ | ||
| γενική | τῶν | εὐνόων > εὔνων | τῶν | εὐνόων > εὔνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | εὐνόοις > εὔνοις | τοῖς | εὐνόοις > εὔνοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | εὐνόους > εὔνους | τὰ | εὔνοᾰ > εὔνοᾰ | ||
| κλητική ὦ! | εὔνοοι > εὔνοι | εὔνοᾰ > εὔνοᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐνόω > εὔνω | τὼ | εὐνόω > εὔνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὐνόοιν > εὔνοιν | τοῖν | εὐνόοιν > εὔνοιν | ||
| Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές." | ||||||
| 2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνοος' όπως «εὔνοος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
εὔνοος / εὔνους
- που διάκειται ευνοϊκά
- ευμενής, φιλικός
- (ουσιαστικοποιημένο) τό εὔνουν: εὔνοια
Πηγές
- εὔνοος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- εὔνοος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὔνοος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.