εὔθυμος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ εὔθυμος τὸ εὔθυμον οἱ, αἱ εὔθυμοι τὰ εὔθυμα
Γενική τοῦ, τῆς εὐθύμου τοῦ εὐθύμου τῶν εὐθύμων τῶν εὐθύμων
Δοτική τῷ, τῇ εὐθύμῳ τῷ εὐθύμῳ τοῖς, ταῖς εὐθύμοις τοῖς εὐθύμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν εὔθυμον τὸ εὔθυμον τοὺς, τὰς εὐθύμους τὰ εὔθυμα
Κλητική εὔθυμε εὔθυμον εὔθυμοι εὔθυμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική εὐθύμω
Γενική-Δοτική εὐθύμοιν

Ετυμολογία

εὔθυμος < εὖ + θυμός + -ος

Επίθετο

εὔθῡμος, -ος, -ον

  1. γενναιόδωρος, ευγενικός
  2. εύθυμος, χαρούμενος, ξέγνοιαστος
  3. ζωηρός, παράφορος
εὐθυμότερος
εὐθυμότατος
εὐθύμως
εὐθυμότερον
εὐθυμότατα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.