εἰρηναῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | εἰρηναῖος | ἡ | εἰρηναίᾱ | τὸ | εἰρηναῖον |
| γενική | τοῦ | εἰρηναίου | τῆς | εἰρηναίᾱς | τοῦ | εἰρηναίου |
| δοτική | τῷ | εἰρηναίῳ | τῇ | εἰρηναίᾳ | τῷ | εἰρηναίῳ |
| αιτιατική | τὸν | εἰρηναῖον | τὴν | εἰρηναίᾱν | τὸ | εἰρηναῖον |
| κλητική ὦ! | εἰρηναῖε | εἰρηναίᾱ | εἰρηναῖον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | εἰρηναῖοι | αἱ | εἰρηναῖαι | τὰ | εἰρηναῖᾰ |
| γενική | τῶν | εἰρηναίων | τῶν | εἰρηναίων | τῶν | εἰρηναίων |
| δοτική | τοῖς | εἰρηναίοις | ταῖς | εἰρηναίαις | τοῖς | εἰρηναίοις |
| αιτιατική | τοὺς | εἰρηναίους | τὰς | εἰρηναίᾱς | τὰ | εἰρηναῖᾰ |
| κλητική ὦ! | εἰρηναῖοι | εἰρηναῖαι | εἰρηναῖᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἰρηναίω | τὼ | εἰρηναίᾱ | τὼ | εἰρηναίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | εἰρηναίοιν | τοῖν | εἰρηναίαιν | τοῖν | εἰρηναίοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
εἰρηναῖος, -α, -ον (χωρίς παραθετικά)
- ειρηνικός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 68.4
- τὰ μὲν δὴ ἄλλα ὄρνεα καὶ θηρία φεύγει μιν, ὁ δὲ τροχίλος εἰρηναῖόν' οἵ ἐστι, ἅτε ὠφελεομένῳ πρὸς αὐτοῦ·
- Και ενώ τα άλλα πουλιά και ζώα φεύγουν μπροστά στον κροκόδειλο, ο τροχίλος έχει ειρήνη μαζί του, δεδομένου ότι ο κροκόδειλος έχει όφελος από αυτόν·
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τὰ μὲν δὴ ἄλλα ὄρνεα καὶ θηρία φεύγει μιν, ὁ δὲ τροχίλος εἰρηναῖόν' οἵ ἐστι, ἅτε ὠφελεομένῳ πρὸς αὐτοῦ·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 68.4
Παράγωγα
ουσιαστικοποιημένα:
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη εἰρήνη
Πηγές
- εἰρηναῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εἰρηναῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.