Εἰρηναῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | Εἰρηναῖον | ||||||
| γενική | τοῦ | Εἰρηναίου | ||||||
| δοτική | τῷ | Εἰρηναίῳ | ||||||
| αιτιατική | τὸ | Εἰρηναῖον | ||||||
| κλητική ὦ! | Εἰρηναῖον | |||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Εἰρηναῖον < εἰρηναῖον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εἰρηναῖος, • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; λατινικό ...
Πηγές
- Εἰρηναῖον, εἰρηναῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.