εἰρηναίως
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- εἰρηναίως < εἰρηναῖος
Επίρρημα
εἰρηναίως
- (τροπικό επίρρημα) ειρηνικά
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 145.1
- καὶ δὴ τότε ἐπακούσας τε τὰ πρησσόμενα καὶ διακύψας διὰ τῆς γοργύρης, ὡς εἶδε τοὺς Πέρσας εἰρηναίως κατημένους, ἐβόα τε καὶ ἔφη λέγων Μαιανδρίῳ θέλειν ἐλθεῖν ἐς λόγους.
- τότε λοιπόν άκουσε ο Χαρίλαος αυτά που γίνονταν, και προβάλλοντας από το μπουντρούμι, είδε τους Πέρσες να κάθονται ειρηνικά και έβαλε τις φωνές λέγοντας ότι ήθελε τον Μαιάνδριο να του μιλήσει.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- καὶ δὴ τότε ἐπακούσας τε τὰ πρησσόμενα καὶ διακύψας διὰ τῆς γοργύρης, ὡς εἶδε τοὺς Πέρσας εἰρηναίως κατημένους, ἐβόα τε καὶ ἔφη λέγων Μαιανδρίῳ θέλειν ἐλθεῖν ἐς λόγους.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 145.1
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη εἰρήνη
Πηγές
- εἰρηναίως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.