εφτάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εφτάρι | τα | εφτάρια |
| γενική | του | εφταριού | των | εφταριών |
| αιτιατική | το | εφτάρι | τα | εφτάρια |
| κλητική | εφτάρι | εφτάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

τα τέσσερα εφτάρια μιας τράπουλας
.jpg.webp)
το εφτάρι μιας ομάδας μπάσκετ
Ουσιαστικό
εφτάρι ουδέτερο
- το ψηφίο επτά
- (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελείται από επτά ομοειδή αντικείμενα
- διαμέρισμα με επτά κύρια δωμάτια
- (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελεί τυποποιημένο μέγεθος 7
- το τραπουλόχαρτο με τον αριθμό 7
- βαθμός σε εξετάσεις
- (αθλητισμός) ποδοσφαιριστής που αγωνίζεται δεξιός μέσος στην σύνθεση
- επτάρι
Συγγενικά
- εφτάρα
- εφταράκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.