ευσταθώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ευσταθώ < αρχαία ελληνική εὐσταθέω < εὐσταθής < εὖ και ἵστημι
Ρήμα
ευσταθώ
- στέκω γερά και αντέχω στην κριτική, ενδελεχή εξέταση και στην αμφισβήτηση, στην έρευνα για την ακρίβεια και την αλήθεια. Στη νέα ελληνική χρησιμοποιείται μόνον στο τρίτο πρόσωπο ενικού και πληθυντικού, όχι για πρόσωπα, αλλά για απόψεις, επιχειρήματα, ισχυρισμούς κ.λπ.
- Οι ισχυρισμοί του υπουργού δεν ευσταθούν
- Οι πληροφορίες αυτές δεν ευσταθούν
- Δεν ευσταθεί ως επιχείρημα. Η πολιτική αγωγή θα το καταρρίψει πολύ εύκολα
- Δεν ευσταθεί η λύση γιατί τη στήριξες σε λανθασμένο θεώρημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.