ευρηματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευρηματικός η ευρηματική το ευρηματικό
      γενική του ευρηματικού της ευρηματικής του ευρηματικού
    αιτιατική τον ευρηματικό την ευρηματική το ευρηματικό
     κλητική ευρηματικέ ευρηματική ευρηματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευρηματικοί οι ευρηματικές τα ευρηματικά
      γενική των ευρηματικών των ευρηματικών των ευρηματικών
    αιτιατική τους ευρηματικούς τις ευρηματικές τα ευρηματικά
     κλητική ευρηματικοί ευρηματικές ευρηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευρηματικός < εύρημα + -ικός  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

ευρηματικός, -ή, -ό

  1. που χαρακτηρίζεται από την ικανότητα να δίνει πρωτότυπες και αποτελεσματικές λύσεις, ο επινοητικός
    ευρηματικός επιστήμονας
  2. που χαρακτηρίζεται ως έξυπνο και πρωτότυπο αποτέλεσμα δουλειάς ή σκέψης
    ευρηματική απόδοση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.