ευπρόσβλητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευπρόσβλητος η ευπρόσβλητη το ευπρόσβλητο
      γενική του ευπρόσβλητου της ευπρόσβλητης του ευπρόσβλητου
    αιτιατική τον ευπρόσβλητο την ευπρόσβλητη το ευπρόσβλητο
     κλητική ευπρόσβλητε ευπρόσβλητη ευπρόσβλητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευπρόσβλητοι οι ευπρόσβλητες τα ευπρόσβλητα
      γενική των ευπρόσβλητων των ευπρόσβλητων των ευπρόσβλητων
    αιτιατική τους ευπρόσβλητους τις ευπρόσβλητες τα ευπρόσβλητα
     κλητική ευπρόσβλητοι ευπρόσβλητες ευπρόσβλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ευπρόσβλητος < ευ- + προσβάλλω (παθ.αόρ. προσβλή-θηκα) + -τος

Επίθετο

ευπρόσβλητος, -η, -ο

  • που εύκολα μπορεί κανείς να του επιτεθεί αποτελεσματικά

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.