ευγενικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ευγενικότητα | οι | ευγενικότητες |
| γενική | της | ευγενικότητας | των | ευγενικοτήτων |
| αιτιατική | την | ευγενικότητα | τις | ευγενικότητες |
| κλητική | ευγενικότητα | ευγενικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευγενικότητα < ευγενικός
Μεταφράσεις
ευγενικότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.