ευγενικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευγενικότητα οι ευγενικότητες
      γενική της ευγενικότητας των ευγενικοτήτων
    αιτιατική την ευγενικότητα τις ευγενικότητες
     κλητική ευγενικότητα ευγενικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευγενικότητα < ευγενικός

Ουσιαστικό

ευγενικότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του ευγενή
  2. η ιδιότητα του ευγενικού

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.