ευγενικότητες

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ευγενικότητες θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ευγενικότητα
    τουλάχιστον οι φίλοι σου όταν θέλουν να κράξουν το κάνουν χύμα και γίνεται χαβαλές και όχι με σπόντες και τάχα μου ευγενικότητες (από την ιστοσελίδα - forum των φοιτητών Μηχανολόγων Μηχανικών ΕΜΠ)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.