ευαγγελιστάριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ευαγγελιστάριο | τα | ευαγγελιστάρια |
| γενική | του | ευαγγελιστάριου | των | ευαγγελιστάριων |
| αιτιατική | το | ευαγγελιστάριο | τα | ευαγγελιστάρια |
| κλητική | ευαγγελιστάριο | ευαγγελιστάρια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευαγγελιστάριο < ευαγγελιστής + -άριο
Ουσιαστικό
ευαγγελιστάριο ουδέτερο
- (θρησκεία) εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τα αποσπάσματα των ευαγγελίων με τη σειρά που διαβάζονται στις εκκλησιαστικές ακολουθίες
Μεταφράσεις
ευαγγελιστάριο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.