ετρουσκικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ετρουσκικός | η | ετρουσκική | το | ετρουσκικό |
| γενική | του | ετρουσκικού | της | ετρουσκικής | του | ετρουσκικού |
| αιτιατική | τον | ετρουσκικό | την | ετρουσκική | το | ετρουσκικό |
| κλητική | ετρουσκικέ | ετρουσκική | ετρουσκικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ετρουσκικοί | οι | ετρουσκικές | τα | ετρουσκικά |
| γενική | των | ετρουσκικών | των | ετρουσκικών | των | ετρουσκικών |
| αιτιατική | τους | ετρουσκικούς | τις | ετρουσκικές | τα | ετρουσκικά |
| κλητική | ετρουσκικοί | ετρουσκικές | ετρουσκικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ετρουσκικός < Ετρούσκ(ος) + -ικός
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.