ετεροφυλοφιλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ετεροφυλοφιλία | οι | ετεροφυλοφιλίες |
| γενική | της | ετεροφυλοφιλίας | των | ετεροφυλοφιλιών |
| αιτιατική | την | ετεροφυλοφιλία | τις | ετεροφυλοφιλίες |
| κλητική | ετεροφυλοφιλία | ετεροφυλοφιλίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ετεροφυλοφιλία < ετεροφυλόφιλος
Συγγενικά
- ετεροφυλόφιλος
- ετεροφυλοφιλικός
Μεταφράσεις
ετεροφυλοφιλία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.