ερμητικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ερμητικότητα οι ερμητικότητες
      γενική της ερμητικότητας των ερμητικοτήτων
    αιτιατική την ερμητικότητα τις ερμητικότητες
     κλητική ερμητικότητα ερμητικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ερμητικότητα < ερμητικός + -ότητα

Ουσιαστικό

ερμητικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.