εριστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εριστικότητα | οι | εριστικότητες |
| γενική | της | εριστικότητας | των | εριστικοτήτων |
| αιτιατική | την | εριστικότητα | τις | εριστικότητες |
| κλητική | εριστικότητα | εριστικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εριστικότητα < εριστικός
Ουσιαστικό
εριστικότητα θηλυκό, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις
εριστικότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.