ερειπιώνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ερειπιώνας οι ερειπιώνες
      γενική του ερειπιώνα των ερειπιώνων
    αιτιατική τον ερειπιώνα τους ερειπιώνες
     κλητική ερειπιώνα ερειπιώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ερειπιώνας < (ελληνιστική κοινή) ἐρειπιών < αρχαία ελληνική ἐρείπιον < ἐρείπω

Ουσιαστικό

ερειπιώνας αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.