ἐρείπω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | ἐρείπω | ἐρείπομαι |
| Παρατατικός | ἔρειπον | |
| Μέλλοντας | ἐρείψω | ἐρείψομαι |
| Αόριστος | ἤρειψα, ἤρῐπον | ἠρειψάμην, ἠριπόμην, ἠρείφθην, ἐρείφθην, ἠρίφθην, ἠρίπην |
| Παρακείμενος | ἐρήρῐπα | ἐρήριμμαι |
| Υπερσυντέλικος | ἐρηρίμμην | |
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
- ἐρείπω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ἐρείπω
- καταρρίπτω, κατακρημνίζω, καταστρέφω, γκρεμίζω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 361 (361-364)
- ἔρειπε δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν | ῥεῖα μάλ᾽, ὡς ὅτε τις ψάμαθον πάϊς ἄγχι θαλάσσης, | ὅς τ᾽ ἐπεὶ οὖν ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῃσιν, | ἂψ αὖτις συνέχευε ποσὶν καὶ χερσὶν ἀθύρων.
- κι εγκρέμιζε το τείχος | ωσάν παιδί που παίζοντας ακρόγιαλα σηκώνει | κάποια δικά του κτίσματα με άμμον και κατόπιν | παίζοντας πάλι τα χαλά με φτέρνες, με παλάμες.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἔρειπε δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν | ῥεῖα μάλ᾽, ὡς ὅτε τις ψάμαθον πάϊς ἄγχι θαλάσσης, | ὅς τ᾽ ἐπεὶ οὖν ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῃσιν, | ἂψ αὖτις συνέχευε ποσὶν καὶ χερσὶν ἀθύρων.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 361 (361-364)
- εξολοθρεύω, καταστρέφω
- (αμετάβατο) πέφτω κατακέφαλα, σωριάζομαι κάτω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 296
- ἤριπε δὲ πρηνής, χθόνα δ᾽ ἤλασε παντὶ μετώπῳ.
- «κι αυτός γκρεμίστηκε πέφτοντας μπρούμυτα, το κούτελό του βρόντηξε πάνω στο χώμα.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἤριπε δὲ πρηνής, χθόνα δ᾽ ἤλασε παντὶ μετώπῳ.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 421 (421-423)
- ἤριπε δ᾽, ὡς ὅτε τις δρῦς ἤριπεν ἢ ὅτε πεύκη | ἠλίβατος, πληγεῖσα Διὸς ψολόεντι κεραυνῷ· | ὣς ἔριπ᾽, ἀμφὶ δέ οἱ βράχε τεύχεα ποικίλα χαλκῷ.
- Σωριάστηκε, καθώς σωριάζεται βελανιδιά ή πεύκο | πανύψηλο που από του Δία τον αιθαλώδη κεραυνό χτυπήθηκε. | Έτσι σωριάστηκε. Κι ολόγυρά του βρόντησαν τα όπλα τα πλουμισμένα με χαλκό.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἤριπε δ᾽, ὡς ὅτε τις δρῦς ἤριπεν ἢ ὅτε πεύκη | ἠλίβατος, πληγεῖσα Διὸς ψολόεντι κεραυνῷ· | ὣς ἔριπ᾽, ἀμφὶ δέ οἱ βράχε τεύχεα ποικίλα χαλκῷ.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 296
- (στην παθητική φωνή) συντρίβομαι, ρίχνομαι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1462 (1462-1463)
- ἴδε μάλα μέγας ἐρείπεται | κτύπος ἄφατος ὅδε διόβολος·
- Άκου, του Δία ο κεραυνός, | μέγας και τρομερός, τώρα γκρεμίζεται με βρόντο.
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1462 (1462-1463)
Συνώνυμα
- ἐρειπιόω
- ἐρειπόω
Σύνθετα
- ἐξερείπω
- κατερείπω
- προσκατερείπω
- συνερείπω
- ὑπερείπω
Συγγενικά
- ἐρείπιον
- ἐρείπιος
- ἐρειπιώδης
- ἐρειπιών
- ἐρειπίωσις
- ἐρειποτόπιον
- ἔρειψις
- ἐρείψιμος
- ἐρειψιπύλας
- ἐρειψίλαος
- ἐρειψίτοιχος
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Ρηματικοί τύποι:
- επικός τύπος : παρατ. ἔρειπον
- επικός τύπος : αόρ. ἔρῐπον
- επικός τύπος : γ' ενικ. υπερσυντέλικος ἐρέριπτο
Πηγές
- ἐρείπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐρείπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.