εργολαβικά
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /eɾ.ɣo.la.viˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ερ‐γο‐λα‐βι‐κά
Ετυμολογία 1
εργολαβικά < εργολαβικός + -ά
Σύνθετα
- υπεργολαβικά
Μεταφράσεις
εργολαβικά
|
|
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | εργολαβικά | ||
| γενική | των | εργολαβικών | ||
| αιτιατική | τα | εργολαβικά | ||
| κλητική | εργολαβικά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
εργολαβικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εργολαβικός στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
εργολαβικά
|
|
Ετυμολογία 3
εργολαβικά: κλιτικός ΄τυπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εργολαβικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εργολαβικό, ουδέτερο του εργολαβικός
Πηγές
- εργολαβικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λήγουν σε -εργολαβικά - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.