εργατιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εργατιά οι εργατιές
      γενική της εργατιάς των εργατιών
    αιτιατική την εργατιά τις εργατιές
     κλητική εργατιά εργατιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εργατιά < εργάτης

Ουσιαστικό

εργατιά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.