εργασιομανία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εργασιομανία οι εργασιομανίες
      γενική της εργασιομανίας των εργασιομανιών
    αιτιατική την εργασιομανία τις εργασιομανίες
     κλητική εργασιομανία εργασιομανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εργασιομανία < εργασί(α) + -ο- + -μανία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ergomania)

Ουσιαστικό

εργασιομανία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.